20Αυγ

Η Διαταραχή Κοινωνικού Άγχους (επίσης γνωστή ως Κοινωνική Φοβία) είναι μια εξαιρετικά διαδεδομένη διαταραχή η οποία σύμφωνα με το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM-5) χαρακτηρίζεται από έντονο φόβο για κοινωνικές ή βασισμένες στην απόδοση καταστάσεις όπου ενδεχομένως να πραγματοποιηθεί έλεγχος ή αξιολόγηση από άλλους. Οι καταστάσεις που φοβούνται συχνά τα άτομα με Κοινωνικό Άγχος περιλαμβάνουν:

  • ομιλία στο κοινό
  • συνάντηση με νέους ανθρώπους και
  • συνομιλίες με προσωπικότητες εξουσίας.

Το Κοινωνικό Άγχος χαρακτηρίζεται από σωματικά και κινητικά συμπτώματα όπως κοκκίνισμα, τρέμουλο, εφίδρωση και δυσκολία στην ομιλία καθώς επίσης, πολλά άτομα με Κοινωνικό Άγχος φοβούνται ότι αυτά τους τα συμπτώματα είναι παρατηρήσιμα σε άλλους. Ως αποτέλεσμα, η έκθεση σε φοβογόνες καταστάσεις συνήθως συνοδεύεται από ανησυχία, δυσφορία και αποφυγή.

Η Διαταραχή Κοινωνικού Άγχους επηρεάζει ένα σημαντικό ποσοστό του γενικού πληθυσμού, με επιπολασμό 8–13%. Συνήθως, αναπτύσσεται στην παιδική ηλικία ή την εφηβεία, με μέση ηλικία έναρξης μεταξύ 14 και 16 ετών. Η ανάπτυξη του Κοινωνικού Άγχους επηρεάζεται από μια σειρά παραγόντων, όπως:

  • βιολογική ευαλωτότητα
  • ψυχολογική ευαλωτότητα
  • γονίδιο
  • ιδιοσυγκρασία/προσωπικότητα
  • γονεϊκά στυλ
  • επίδραση συνομηλίκων

Η διαταραχή κοινωνικού άγχους εμποδίζει τη φυσιολογική κοινωνική ανάπτυξη και σχετίζεται με σημαντική έκπτωση της λειτουργικότητας του ατόμου. Συγκεκριμένα, τα άτομα με Κοινωνικό Άγχος συνήθως αποφεύγουν κοινωνικές, εκπαιδευτικές και επαγγελματικές καταστάσεις που θεωρούνται απειλητικές από τους ίδιους. Αυτή η αποφυγή παρακωλύει σοβαρά το εκπαιδευτικό επίτευγμα, την επαγγελματική απόδοση, την κοινωνική αλληλεπίδραση, τις διαπροσωπικές σχέσεις και την ποιότητα ζωής του ατόμου. Μάλιστα, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η Διαταραχή Κοινωνικού Άγχους σχετίζεται με χαμηλή αυτοεκτίμηση, αυτοκτονικό ιδεασμό, χαμηλότερη ακαδημαϊκή και κοινωνικοοικονομική κατάσταση, ανεργία, οικονομική και ατομική εξάρτηση.

Επιπλέον, συχνά παρατηρείται ότι τα άτομα που πάσχουν από Κοινωνικό Άγχος είτε αγνοούν την κατάστασή τους είτε αποφεύγουν να προβούν στην αντιμετώπισή της, αποδίδοντας την σε στοιχεία προσωπικότητας όπως η «ντροπαλότητα». Εδώ χρειάζεται να επισημανθεί ότι η ντροπαλότητα αποτελεί χαρακτηριστικό προσωπικότητας το οποίο προκαλεί στο άτομο συστολή όταν βρίσκεται ανάμεσα σε πολύ κόσμο. Ωστόσο, η ντροπαλότητα με το Κοινωνικό Άγχος διαφοροποιούνται ως εξής:

  • μεγαλύτερη ένταση άγχους στην περίπτωση του Κοινωνικού Άγχους συγκριτικά με την ντροπαλότητα
  • έντονα σωματικά συμπτώματα (π.χ. αύξηση αρτηριακής πίεσης, τάση για εμετό κλπ.) στην περίπτωση του Κοινωνικού Άγχους σε αντίθεση με την ντροπαλότητα
  • συνηθέστερη στρατηγική αντιμετώπισης η «αποφυγή» στην περίπτωση του Κοινωνικού Άγχους σε αντίθεση με την ντροπαλότητα
  • τα άτομα με Κοινωνικό Άγχος ενδεχομένως να μην παρουσιάζουν συστολή στις προσωπικές τους στιγμές αλλά υπό συγκεκριμένες συνθήκες κατά τις οποίες αισθάνονται ότι θα κριθούν (π.χ. ομιλία σε κόσμο), σε αντίθεση με την ντροπαλότητα.

Για τη θεραπεία της Διαταραχής Κοινωνικού Άγχους προτείνεται τόσο η φαρμακοθεραπεία όσο και η ψυχοθεραπεία. Συγκεκριμένα, οι ασθενείς με Κοινωνικό Άγχος συχνά ακολουθούν φαρμακευτική αγωγή όπως αντικαταθλιπτικά και αγχολυτικά. Παράλληλα, συνίσταται η ψυχοθεραπεία για την μείωση των συμπτωμάτων τους και συγκεκριμένα, αρκετά αποτελεσματική θεωρείται η Γνωσιακή Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία (CBT).

 

Πηγή: https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0094730X13000648

Ματίλντα Μαναρώλη Κλινική Ψυχολόγος, MSc

 

Μοιραστείτε το:

Μπορούμε να σας βοηθήσουμε

Η Θεραπεία rTMS σε 3 βήματα

Αξιολόγηση
45'

Διαμόρφωση θεραπευτικού πλάνου
45'

Έναρξη θεραπείας
45'